Τι θα γίνει με την πεί­να των παιδιών ;” (από το ημερολόγιο “Φύλλα Κατοχής”)


ένα βιβλίο συγκλονιστικό, με πολλά μηνύματα ψυχικής δύναμης και θάρρους, γραμμένο με αυθεντικότητα …
25 Νοέμβρη 1941
Είναι νύχτα. Κρύο, χιονιάς, πείνα.
Τί θά γίνη μέ τή πείνα ; Τί θά γίνη μέ τή πεί­να των παιδιών ;
Έβλεπα το πιο θαυμάσιο όνειρο. Ένα πολύ μακρύ τραπέζι στολισμένο μέ τα πιο όμορφα φα­γητά καί γλυκά. Στήν κορυφή καθότανε ό μικρός Χριστός καί γύρω τά άπειρα ελληνόπουλα. “Ολα έτρωγαν μέ βουλημία καί απόλαυση, πασαλειμένα ώς τ’ αύτιά. Άνάμεσά τους πολλοί μικροί μου φί­λοι, μου έκλειναν τό μάτι χαρούμενα.
Πηγή : Αντέχουμε


Ξύπνησα μέ τό αίσθημα πώς έβγαινα άπό τον παράδεισο καί βούλιαζα σιγά, ξύπνια, σ’ ένα γνώριμον έφιάλτη. Το δωμάτιό μου είναι παγωμένο. Πεινώ. Ποτέ δέ σηκώνομαι άπό τό τραπέ­ζι χορτάτη. Γύρω μου έρχονται όλα τά παιδικά προσωπάκια τής Πλάκας, μά όπως είναι στ’ αλή­θεια, σκελετωμένα, όλο μάτια. Μάτια γεμάτα άπο- ρία, πού δέ καταλαβαίνουν. Τί νά καταλάβουν ; Πώς στέρεψε ή γη ; Πώς στέρεψε ή άγάπη ; Καί είναι πάρα πολλά. Τά γνωρίζω ολα άπό τούς μή­νες τού πολέμου. Έχω έπιστρατέψη τις φίλες μου νά μου μαζεύουν καί τό τελευταίο ψιχουλάκι τροφής. Το ίδιο κάνω κι εγώ. Η Ειρήνη Ισιμπούκη (1) μου φέρνει σέ τενεκεδάκια κονσέρβας ό,τι βρίσκει. Καί στο σούρουπο, μέ τό φακό στο χέρι, άναζητουμε αύτά τά παιδιά στις σκοτεινές κάμαρες των παλιών σπιτιών, νά τούς μοιράσομε ό,τι έχωμε.
(1 ) ‘Η Ειρήνη Τσιμπούκη, αδερφική φίλη μου, άπό τις πιο αξιόλογες έλληνίδες γιά τό μυαλό της, τή μόρφωσή της καί τή μεγάλη καρδιά της.
Χτές βράδυ ό μικρός Στέφανος Μιχαλόπουλος, στην οδό Θουκυδίδου 10, μοναχός του, ξαπλωμένος στή γωνιά τής ερειπωμένης κάμαρας, περίμενε. Μάς περίμενε δπως κάθε βράδυ μέ τά μάτια καρ­φωμένα στην πόρτα.
“Οταν δε γνωρίζεις, μπορείς ίσως να βρής λίγη γαλήνη. Μά όταν έχεις φιλία μέ τό παιδί, αύτή τη φιλία πού σου χαρίζει άνετα, καί σε εμπιστεύεται, καί δε γυρεύει, μά σέ κοιτάζει μέ τά μεγαλωμένα μάτια του καί περιμένει. Θεέ μου! δέ χωρεΐ πιά άναβολή, ουτε μέρας ουτε ώρας’ κάτι πρέπει νά γίνη. Πηγαινοέρχομαι στο δωμάτιό μου γιά νά ζε­σταθώ καί κάθομαι ξανά καί γράφω γιά νά πο­λεμήσω τούς εφιάλτες πού μέ κυκλώνουν.

26 Νοέμβρη 1941
Τι θα τις κάνωμε τις μητέρες ; Τις βλέπω κάθε μέρα καί άπελπίζομαι. Είναι τόσες οί άνάγκες τους καί δ,τι προσφέρομε είναι έλάχιστο. Σήμερα πάλι ήρθαν όλες στην οδό Βύρωνος(ι). Ή Δέσποι­να Τατσιόγλου μέ τά τέσσερα παιδιά καί τον μικρό τον Στράτο δυο χρόνων. ‘Η “Αρτεμις Θεοφίλου κι’ αύτή μέ τέσσερα παιδιά, τά δυο τελευταία μωρά. Κλαίει μέ άπόγνωση γιατί συμπλήρωσαν τά δυό τους χρόνια καί χάνουν τό γάλα τού Ερυθρού Σταυ­ρού. Ή Τραμουντάνα, πού έχασε τον άνδρα της στή Σωτηρία, μέ τά πονεμένα της μάτια καί την άρρωστιάρικη λαχτάρα γιά τά δυό άγοράκια της. Ή Παναγάτου, που το απλληκάρι της , είκοσι χρονών, πέθανε από οιδήματα κι έτρεμε για τα άλλα τρία μικρότερα. Η Μαγουλιανού, με το όμορφο αγοράκι της που το σφίγγει διαρκώς στην αγκαλιά της, λες και με αυτό τον τρόπο θα το σώσει από το κακό. Η Νανάκη, πεντακάθαρη πάντα με τα τρία μωρά της. Και άλλες, και άλλες, αναρίθμητες άλλες.
Θεέ μου, να ζήσουν τα μωρά, να μην πεθάνει κανένα.
(1) Στήν οδό Βύρωνος είναι, τό γραφείο μας του ΕΟΧΛ.
.
22 Νοέμβρη 1941
Πούλησα τό ποδήλατο των παιδιών μιά χρυσή λίρα καί πήγα στον Ασύρματο ν’ άγοράσω ό­σπρια. θάθελα πολύ νά βρώ καί λίγο λάδι καί κα­νένα αύγό.
Κάτι βρώμικοι, άξύριστοι άνθρωποι βγάζουν τά χέρια άπό τήν τσέπη καί μού δείχνουν, μυστικοί, σά ζάρια, μέσα στή φούχτα τους, δείγματα άπό φασόλια καί ρεβύθια. Φορτώθηκα δυο οκάδες φασόλι και δυο οκάδες φάβα και γύρισα σπίτι.

1 Δεκέμβρη 1941
Τό πρωί, στήν οδό Βύρωνος, ήρθε καί μάς βρή κε ένας νέος άνδρας μ’ ένα παιδί στήν άγκαλιά του, Τρομάξαμε σάν είδαμε τό μικρό, τις σάρκες το») γεμάτες άπό άνοιχτές πληγές. Τον γνωρίσαμε άμέ σως, ήταν ό μικρός ό Καρκατζός. Είχαμε πάει σπίττ τους. Θυμόμουνα καλά τή μητέρα του, καθαρή καί. όμορφη, κι’ αύτόν καί τ’ άδερφάκι του πάντα φρον τισμένα.
—« Πώς άφήσατε τό παιδί καί κατάντησε ίτσι;» ρώτησα τρομαγμένη. Τότε ό νέος άντρας σπάσε. Θυμός ήταν, λυγμός ήταν, δέν ξέρω,
— «Έφυγε » μου είπε, «άφησε τά δυό παιδιά και εξαφανίστηκε ».
Κατάλαβα πώς οι υποψίες του για την απιστία τής γυναίκας τον βασάνιζαν πολύ περισσότερο από την αρρώστια τού παιδιού. “Όμως ξαφνικά ήμουνα σίγουρη πώς ή νέα γυναίκα αυτοκτόνησε. Ποιος ξέρει με ποιόν τρόπο σκοτώθηκε. Τη θυμάμαι τόσο τρυφερή μητέρα, τόσο περήφανη. Όταν τού είπα την σκέψη μου, ο νέος άντρας έπεσε σε συλλογή. Κρατήσαμε το μικρό Το πήγαμε στη Ριζάρειο.

από το βιβλίο: Φύλλα Κατοχής, της Ιωάννας Τσάτσου,εκδόσεις Εστίας, σ. 26-29
για την αντιγραφή: ιστολόγιο “Αντέχουμε…”

Σχόλια