Να δίνω γλυκά στο παιδί μου;



Να δίνω γλυκά στο παιδί μου;

Άννα Δάλλα


Οταν πήρα την πρωτοβουλία να προσφέρω στο 4χρονο αγοράκι της νορβηγίδας φίλης μου ένα σοκολατάκι, η φίλη μου -που ζει στο εξωτερικό- μου το απαγόρευσε, τονίζοντάς μου ότι το παιδί δεν έχει ακόμη φάει γλυκό και ότι για όσο διάστημα περνάει από το χέρι της δεν θα δοκιμάσει, γιατί τα παιδιά απαγορεύεται να τρώνε γλυκά! Στο νου μου ήρθαν αυτόματα όλα τα σοκολατάκια που έχω κατά καιρούς δώσει στα παιδιά φίλων... Άραγε έκανα έγκλημα; Φέτος το καλοκαίρι, δηλαδή, δεν πρέπει να παίρνω τον Χρήστο, το βαφτιστήρι μου, να πηγαίνουμε για παγωτό σοκολάτα; Μήπως έχουν τελικά δίκιο όσοι λένε ότι τα παιδιά δεν πρέπει να τρώνε οτιδήποτε περιέχει ζάχαρη; Ας δούμε, λοιπόν, πώς και υπό ποιες προϋποθέσεις μπορούν τα παιδιά να τρώνε τα αγαπημένα τους γλυκά, αλλά και ποια να προτιμούν.
Πηγή :Vita.gr




Σύμφωνα με πολύ διάσημες παλαιότερες μελέτες, το γενετικό μας υπόβαθρο ευθύνεται για την προτίμησή μας στη γλυκιά γεύση και αντίστοιχα την απώθησή μας στην πικρή. Αυτές οι μελέτες έγιναν σε νεογνά που μόλις γεννήθηκαν και δεν είχαν εκτεθεί σε άλλους περιβαλλοντικούς παράγοντες. Οι επιστήμονες έβαλαν στη γλώσσα τους νερό με διάφορες γεύσεις (πικρό, γλυκό, αλμυρό κλπ.), για να διερευνήσουν πώς θα αντιδράσουν. Οι ερευνητές εντυπωσιάστηκαν με το πόσο χαρούμενες ήταν οι εκφράσεις του προσώπου τους όταν δοκίμαζαν το γλυκό και πόσο δυσαρεστημένες ήταν όταν δοκίμαζαν το πικρό.
Ο λόγος; Οι ειδικοί ερμηνεύουν αυτή τη φυσική τάση προς το γλυκό ως μια πρόνοια της φύσης, που θέλει να μας ωθήσει προς την κατανάλωση υδατανθράκων (που έχουν γλυκιά γεύση), οι οποίοι είναι απαραίτητοι για να έχουμε ενέργεια και να διατηρηθούμε στη ζωή, και να μας προστατεύσει από τα πικρά, που είναι συχνά και τα δηλητήρια. Μολονότι, όμως, είμαστε γενετικά προδιατεθειμένοι στο να μας αρέσει η γλυκιά γεύση, το πόσο... γλυκατζήδες θα γίνουμε φαίνεται ότι καθορίζεται και από το περιβάλλον: αν, για παράδειγμα, μας προσφέρουν από όταν ήμασταν μικροί πολλά γλυκά ή αν όλα τα επιδόρπια στο σπίτι μας έχουν πολλή ζάχαρη, είναι πιθανό να είμαστε πιο «επιρρεπείς» στα γλυκά. Επιπλέον, παίζει ρόλο η γευστική μας ευαισθησία (αυτή της γλώσσας μας δηλαδή, που επίσης καθορίζεται τόσο από γενετικούς όσο και από περιβαλλοντικούς παράγοντες): κάτι δηλαδή που σε κάποιον φαίνεται γλυκό, για έναν άλλο δεν είναι τόσο.




Οι οδηγίες των ειδικών είναι ξεκά­θαρες: αν ένα παιδί είναι κινητικό και φυσιολογικού βάρους, μπορεί να τρώει ακόμη και κάθε μέρα ένα μικρό γλυκό, κατά προτίμηση ως απογευματινό σνακ, όχι όμως αντικαθιστώντας το κανονικό του γεύμα. Αν ένα παιδί έχει περιττά κιλά, και πάλι δεν μπορούμε να αποκλείσουμε τα γλυκά από τη διατροφή του, κυρίως επειδή στα παιδιά οι τροφές που απαγορεύο­νται γίνονται ακόμη πιο επιθυμητές. Καθώς, λοιπόν, θα ήταν άδικο να στερήσουμε ακόμη και από ένα παχουλό παιδί το γλυκό ή τη σοκολάτα, θα μπορούσαμε να του επιτρέπουμε να τα τρώει όχι καθημερινά, αλλά δύο φορές την εβδομάδα. Επίσης, μας συμβουλεύουν:
● Να ξεκινήσουμε να δίνουμε γλυκό στα παιδιά μετά τα 2 ή τα 3 χρόνια τους. Καθώς δεν ανήκουν στα απαραίτητα συστατικά της δίαιτας των παιδιών, αλλά μάλλον στη σφαίρα της κοινωνικότητας και της ευχαρίστησης, μπορούν να ενταχθούν στη διατροφή τους όσο αργότερα γίνεται.
● Να εναλλάσσουμε τα γλυκά που καταναλώνουν τα παιδιά. Καλό είναι, δηλαδή, να μην τρώνε κάθε μέρα παγωτό ή σοκολάτα, αλλά κάποιο απόγευμα να προτιμούν ένα γιαούρτι με μέλι, μια γρανίτα ή ένα φρουτοχυμό.
● Να αγοράζουμε τις σοκολάτες, τα παγωτά και τα γλυκά σε μικρές συσκευασίες ή να τους δίνουμε μικρές μερίδες.
Ακόμη, καλό είναι να προτιμούμε:
● Τα παραδοσιακά γιαούρτια, αντί για τα επιδόρπια γιαουρτιού. Τα πρώτα προσφέρουν τα πολύτιμα οφέ- ­λη του ευεργετικού για το έντερο γιαουρτιού, ενώ τα δεύτερα είναι μάλλον γλυκά.
● Τα σπιτικά μπισκότα και κουλουράκια ή τα απλά «παραδοσιακά» μπισκότα του εμπορίου, αντί για τα πολύ παχυντικά, π.χ. με επικάλυψη σοκολάτας ή με γέμιση κρέμας ή σοκολάτας (τύπου cookies). Τα δεύτερα είναι πιο επιβαρυμένα από πλευράς θερμίδων, λίπους, τρανς λιπαρών κλπ.
● Τα σπιτικά παγωτά ή τα συσκευασμένα και χύμα παγωτά που έχουν πολύ λίγο λίπος (συχνά μόνο 5%), αντί για τα πιο μοντέρνα, αμερικανικού τύπου παγωτά, που είναι εξαιρετικά λιπαρά.
● Τα σπιτικά γλυκά, αντί για όσα αγοράζουμε από έξω. Για τα πρώτα είμαστε πολύ πιο σίγουροι και ασφαλείς όσον αφορά τον τρόπο και τα υλικά από τα οποία παρασκευάζονται.



:
2-3 κουλουράκια ή μπισκότα
1 φέτα κέικ
1 ζελέ, που μπορεί να περιέχει και κομμάτια φρέσκων φρούτων
1 πιατάκι γλυκό του κουταλιού
1 παστέλι
1 φρουτοχυμό
1 μιλκ σέικ
1 γρανίτα
1 μικρή σοκολάτα (μπορεί να είναι «υγείας» ή με ξηρούς καρπούς) ή 1 μικρό παγωτό › 1 κεσεδάκι γιαούρτι με μέλι (μπορούμε, αν θέλουμε, να προσθέσουμε ξηρούς καρπούς, κομμάτια φρέσκων φρούτων ή τριμμένη φρυγανιά).




Τα γλυκά ως «comfort food»: Ίσως ένας από τους βασικούς λόγους για τους οποίους οι γονείς αποφεύγουν να δώσουν γλυκά στα παιδιά τους είναι ότι φοβούνται πως, εκτός από παχύσαρκους ενηλίκους, θα δημιουργήσουν ανθρώπους εθισμένους στην παρηγοριά του γλυκού. Η εικόνα της νεαρής Αμερικανίδας που έχει μόλις χωρίσει και, για να αισθανθεί καλύτερα, ανοίγει την κατάψυξη, παίρνει μια οικογενεια­κή συσκευασία λιπαρού παγωτού και με το κουτάλι το τρώει ολόκληρο έρχεται εύκολα στο μυαλό όλων μας. Κι αυτό επειδή τα γλυκά πράγματι λειτουργούν ως «comfort food» (φαγητό που δίνει παρηγοριά) για πολλούς ενηλίκους και πιθανώς αυτή η πεποίθηση υπάρχει μέσα τους από όταν ήταν παιδιά. Ποιος, όμως, μας λέει ότι αυτοί ανήκαν στην κατηγορία των παιδιών που είχαν εύκολη πρόσβαση σε γλυκά;
Είναι πολύ πιο πιθανό τα γλυκά να γίνουν απωθημένο, φαγητό που δίνει χαρά, παρηγοριά και ευχαρίστηση όταν απαγορεύονται, παρά όταν υπάρχουν στο σπίτι, όπως όλα τα άλλα τρόφιμα, ως κάτι συνηθισμένο, υποστηρίζουν οι ειδικοί. Επίσης, μεγάλο ρόλο παίζει η σχέση των γονέων με τα γλυκά. Καθώς τα παιδιά μαθαίνουν να προσεγγίζουν το φαγητό μέσα από τα πρότυπα των γονέων τους, είναι πιθανό να επαναλαμβάνουν το πρότυπο που έχουν δει, του γονέα που τρώει για να κατευνάσει τη λύπη ή το θυμό του!
Ας δώσουμε, λοιπόν, γλυκά στα παιδιά μας, αλλά ας προσέξουμε, εκτός από την ποιότητα, την ποικιλία και την ποσότητά τους, το πώς θα τα δώσουμε.
● Τα γλυκά δεν πρέπει να λειτουργούν ως αντάλλαγμα. Δεν είναι σωστό, λοιπόν, να λέμε στο παιδί: «Φάε τις φακές που δεν σου αρέσουν και μετά θα φας και ένα παγωτό». Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα να μεγαλώνει η απέχθεια του παιδιού για το φαγητό και από την άλλη πλευρά η επιθυμία του για το γλυκό.
● Τα γλυκά δεν πρέπει να απαγορεύο­νται, ούτε να φορτίζονται συναισθημα­τικά. Θα πρέπει να υπάρχουν στο σπίτι, όπως τα υπόλοιπα τρόφιμα. Παρ’ όλα αυτά, τα παιδιά θα πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι υπάρχουν όρια και κανόνες για την κατανάλωσή τους. Έτσι, μαθαίνουν μια πραγματικότητα της ζωής, με την οποία μεγαλώνοντας θα έρθουν αναπόφευκτα αντιμέτωπα: ότι δεν μπορούν να έχουν όλα όσα τους αρέσουν πάντοτε.
● Οι γονείς θα πρέπει να φροντίσουμε -με τις δικές μας διατροφικές συνήθειες- να αποτελούμε το παράδειγμα για τα παιδιά μας. Δεν μπο­ρούμε, δηλαδή, να τρώμε εμείς κάθε μέρα μεγάλες ποσότητες ανθυγιεινών γλυκών και να απαιτούμε τα παιδιά μας να απέχουν.
● Δεν πρέπει τα γλυκά να αποτελούν τη μοναδική κίνηση προσφοράς εκ μέρους μας. Πράγματι, η αγορά μιας λιχουδιάς είναι ένας εύκολος τρόπος να δώσουμε στιγμιαία χαρά στο παιδί, δείχνοντάς του ότι το σκεφτήκαμε και θέλουμε να το ικανοποιήσουμε προσφέροντάς του κάτι που του αρέσει. Ωστόσο, σημαντικό είναι οι εκδηλώσεις αυτές ενδιαφέροντος και πρόθεσης να δώσουμε χαρά στο παιδί να μην περιορίζονται στον τομέα του φαγητού, αλλά να τις επεκτείνουμε ποικιλοτρόπως (π.χ. «Σου πήρα αυτό το βιβλίο με αυτοκόλλητα!», «Σου πήρα αυτό το γλαστράκι για να το περιποιούμαστε μαζί», «Σου πήρα αυτό το παιχνίδι» κλπ.) και πέραν της προσφοράς υλικών αγαθών (π.χ. «Μου έλειψες σήμερα που ήμουν στη δουλειά», «Σκεφτόμουν πώς να τα πήγες στο σχολείο», «Πάμε μια βόλτα οι δυο μας» κλπ.).




Όταν γίνεται υπερκατανάλωση. Ειδικά τα «βαριά» γλυκά υπερφορτώνουν τα παιδιά με θερμίδες, με ζάχαρη (που προκαλεί εκτός των άλλων και τερηδόνα) και λιπαρά, κατά κανόνα κακής ποιότητας. Όσο για το σύνδρομο ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας, με το οποίο είχε συνδεθεί η ζάχαρη -δοξασία εξαιτίας της οποίας πολλοί άνθρωποι δεν θέλουν να δίνουν γλυκά στα παιδιά τους-, πολλές πρόσφατες μελέτες έχουν δείξει ότι δεν υφίσταται τέτοια συσχέτιση.







Παίρνουμε τα φρούτα της αρεσκείας μας (π.χ. μανταρίνια ή πορτοκάλια κομμένα σε φέτες ή φράουλες ή κεράσια - με το κοτσάνι, αλλά χωρίς κουκούτσια), τα πασπαλίζουμε με ζάχαρη και τα περνάμε από το τηγάνι, όπου έχουμε βάλει λίγο νερό. Στη συνέχεια, τα αφήνουμε να στραγγίξουν και τα βουτάμε σε κουβερτούρα που έχει λιώσει σε μπεν μαρί. Με τον ίδιο τρόπο, μπορούμε να βουτήξουμε στη λιωμένη σοκολάτα ξηρούς καρπούς. Στη συνέχεια, τα ακουμπάμε σε αντικολλητική λαδόκολλα και, αφού κρυώσουν λίγο, τα βάζουμε στο ψυγείο.


Θα τις παρασκευάσουμε βάζοντας σε ένα μπολ αλεύρι για όλες τις χρήσεις, λίγο αλάτι (1/4 κουταλάκι) και νερό - όσο χρειάζεται για να γίνει το μείγμα χυλός. Στη συνέχεια, χτυπάμε το μείγμα με ένα σύρμα. Σε ζεστό λάδι βάζουμε -με ένα κουτάλι- κάθε φορά μικρή ποσότητα από το μείγμα για να τηγανιστεί. Αν θέλουμε, μπορούμε να προσθέσουμε στο μείγμα κομμάτια φρούτων (μήλο, αχλάδι, μπανάνα, τα οποία χρειάζεται να ραντίσουμε με λίγο λεμόνι για να μη μαυρίσουν). Αφού τηγανιστούν, μπορούμε στη συνέχεια να τα πασπαλίσουμε με κανέλα και ζάχαρη ή μέλι.


Θα τους παρασκευάσουμε βάζοντας σε ένα μπολ 1 μεγάλο ποτήρι νερό, 1 κουταλιά μαγιά (αν είναι νωπή, θα χρειαστεί πρώτα να τη λιώσουμε με το πιρούνι), 1 δόση κρυσταλλικής βανίλιας, 2 κουταλιές λάδι και 1 πρέζα αλάτι. Στη συνέχεια, τα ανακατεύουμε και τα χτυπάμε με ένα σύρμα. Έπειτα, προσθέτουμε 1 μεγάλο φλιτζάνι αλεύρι για όλες τις χρήσεις και ανακατεύουμε το μείγμα με τα χέρια μας. Σκεπάζουμε το μείγμα με μια διάφανη μεμβράνη ή μια πετσέτα και το αφήνουμε σε ζεστό μέρος για 30 λεπτά. Όταν κάψει το λάδι, ρίχνουμε -με δύο μικρά λαδωμένα κουταλάκια- μέρος από το μείγμα στο τηγάνι. Όταν βγάζουμε τους λουκουμάδες από το τηγάνι, τους στραγγίζουμε (σε χαρτί κουζίνας) και προσθέτουμε ζεστό μέλι.


Ρίχνουμε σε μια κατσαρόλα 1 φλιτζάνι ελαιόλαδο και, μόλις κάψει, προσθέτουμε 250 γρ. σιμιγδάλι χοντρό, 1/2 φλιτζάνι ξεφλουδισμένα αμύγδαλα (κομμένα σε μικρά κομμάτια). Ανακατεύουμε συνεχώς με μια ξύλινη κουτάλα, μέχρι να ξανθύνει το μείγμα. Στο μεταξύ, σε ένα άλλο κατσαρολάκι, βράζουμε για 2-3 λεπτά 4 φλιτζάνια νερό, 1 φλιτζάνι ζάχαρη, 1/2 φλιτζάνι μέλι, 1 φέτα λεμόνι, 1 ξυλάκι κανέλας και 3-4 γαρίφαλα, ώσπου να γίνουν σιρόπι. Μόλις το σιμιγδάλι ξανθύνει, προσθέτουμε το σιρόπι (από το οποίο έχουμε αφαιρέσει το λεμόνι και τα ­μπαχαρικά), ανακατεύουμε, χαμηλώνουμε τη φωτιά, σκεπάζουμε την κατσαρόλα και το αφήνουμε για 5-6 λεπτά. Τέλος, αδειάζουμε το χαλβά σε μια φόρμα, τον στρώνουμε καλά, τον πιέζουμε με την ξύλινη κουτάλα και τον «γυρίζουμε» σε μια πιατέλα.

Στο μπλέντερ κόβουμε σε κομμάτια τα φρούτα της αρεσκείας μας (π.χ. φράουλες, μπανάνες), βάζουμε λίγη ζάχαρη (1 κοφτό κουταλάκι), προσθέτουμε γάλα (1/2 φλιτζάνι στις φράουλες και 1 στις μπανάνες) ή παγωτό (1-2 μπάλες) και τα χτυπάμε μέχρι να γίνουν ένα μείγμα.






Ευχαριστούμε για τη συνεργασία τη δρ. Μαίρη Γιαννακούλια, λέκτορα του Χαροκοπείου Πανεπιστημίου Αθηνών στο Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής, την κ. Κατερίνα Αγγελή, κλινική ψυχολόγο, ψυχοθερα­πεύτρια γνωσιακής-συμπεριφοριστικής προσέγγισης, και την κ. Στύλια Καραντζή, καθηγήτρια ζαχαροπλαστικής.

Σχόλια