ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ


Μύκονος 1824 Δωμάτιο στο σπίτι της Μαντώς. Καθισμένη μπροστά σε τροπές.., έχει μπροστά της χαρτιά. Γράφει. Μπαίνει μέσα η αδελφή της Ειρήνη.

Μαντώ: (με έκπληξη) Καλημέρα, Ειρήνη. Πώς κι έτσι, πρωί πρωί, άφησες το σπιτικό σου και ήρθες;

Ειρήνη: Καλή σου μέρα, αδελφή μου. Η συλλογή σου ξάγρυπνη με κράτησε απόψε. Ύπνος δεν σφάλησε διόλου τα μάτια μου. Μαντώ! Έχουμε ένα θέμα πολύ σοβαρό να μιλήσουμε.

Μαντώ: Τι είναι όπου τα στήθη σου βαραίνει; Μήπως οι βάρδιες του νησιού μας αγνάντεψαν Τούρκικη αρμάδα; Ειρήνη, πες μου... Μη στα δικά μας τα καράβια, στα τσούρμα τους κάποιο κακό συνέβη; Κάνα πικρό απ'τη στεριανή Ελλάδα μαντάτο; Πες το, Ειρήνη, πες το.
 πηγ: Αστροπελέκι
Ειρήνη: (κουνώντας το κεφάλι) Άκουσε, Μαντώ. Βλέπω πως η σκέψη πέρα απ'της καρδιάς σου το περιεχόμενο δεν σε βγάζει. Όμως εγώ για άλλο θέμα ήρθα εδώ. Την Πατρίδα όλοι την αγαπάμε. Την Μύκονο ελεύθερη όλοι τη θέλουμε. Όμως εσύ, Μαντώ, το παράκανες!...

Μαντώ: Υπάρχει όριο και φραγμός στης Πατρίδας την αγάπη, Ειρήνη; Εσύ μια Μαυρογενοπούλα, τέτοια λόγια; Εσύ, ανηψιά του ηγεμόνα της Βλαχίας Μαυρογένους, που αποκεφάλισαν οι Τούρκοι; Η ανηψιά του άλλου Μαυρογένους, του μεγάλου Λογοθέτου της Εκκλησιάς, που κι αυτόν τον έσφαξαν οι Τούρκοι; Η κόρη του σπαθάρη, του άρχοντα Νικολάου Μαυρογένους;

Ειρήνη: Οι Μαυρογένηδες, αφού το θέλεις έτσι, δεν έζησαν ποτέ στη φτώχεια και στη στέρηση. Κι όμως, εσύ εκεί οδηγείς την οικογένεια μας. Η μητέρα μας είναι πολύ πικραμένη μαζί σου. Ο σύζυγος μου το ίδιο. Ανησυχεί. Διαμαρτύρεται. Τα σπίτια μας στην Μύκονο τα πούλησες. Τα κτήματα στην Τήνο τα ίδια. Τον εαυτό σου δεν τον σκέφτεσαι, Μαντώ;

Μαντώ: Η Πατρίδα μου να ελευθερωθεί και μούναι αδιάφορο τι θ' απογίνω εγώ.

Ειρήνη: Σφίξε λίγο το χέρι σου, Μαντώ, και κράτα ό,τι απούλητο έχει μείνει. Μια Μαυρογένη στη φτώχεια να ζει δεν ταιριάζει.

Μαντώ: Και τα καράβια τα καινούργια πώς θα γίνουνε, Ειρήνη; Τα τσούρμα τι θα φάνε; Και πώς θα πληρωθούν; Και μπαρουτοβόλα πώς θ "αγοράσουμε κι άλλα; Οι 16 λόχοι από τα παλληκάρια του νησιού μας είναι έτοιμοι να πολεμήσουν. Τ' όνειρο σάρκα να πάρει. Η Λευτεριά, Ειρήνη!... Μονάχα αυτή... Κι όλα γι' αυτή ν!...

Ειρήνη: Κι είναι λίγες οι θυσίες που μέχρι τώρα έχεις κάνει; θυσίασες περιουσία τρανταχτή. Πολέμησες με το σπαθί στο χέρι, έτοιμη να σκοτωθείς, όταν οι Αλγερινοί πήγαν να πατήσουν το νησί μας. Ολοι το είπαν τότες: «Άξια καπετάνισσα η Μαντώ. Η νίκη ήταν δική της!»

Μαντώ: (διακόπτοντας) Η νίκη ήταν του Σταυρού, Ειρήνη.
Ειρήνη: Αρμάτωσες καράβια, πήρες της Μύκονος τα παλληκάρια και πολέμησες στην Εύβοια, στο Πήλιο, στη Φωκίδα. Και σαν γύρισες ξανά στο νησί μας, σαν ήρωα αληθινό σε δέχτηκαν όλοι οι νησιώτες. Σε ζητοκραύγασαν τα πλήθη. Χτύπησαν χαρμόσυνα οι καμπάνες. Σημαίες ανέμιζαν παντού. Με δάφνες και ροδοπέταλα
ραίνανε το πέρασμα σου. Κι ένα στεφάνι δάφνινο σου φόρεσαν οι πρόκριτοι στην τιμημένη κεφαλή σου. Δεν σε φτάνουν τόσοι αγώνες, τόσες Ουσίες, τόσες δόξες:
: £Κ    .     .;.,

(Η Μαντώ ακούει αμίλητη, με σκυμμένο το κεφάλι. Μικρή σιωπή.)
Μαντώ: Με πικραίνεις, Ειρήνη. Τι τα θέλεις και τα θυμάσαι όλα αυτά, αδελφή μου... Τι είν' αυτά μπροστά στο μεγάλο χρέος; Μπροστά στο τίμημα της Λευτεριάς;...

Ειρήνη: (σε τόνο αυστηρό) Σου τα λέω, Μαντώ, για να σου πω πως φθάνει ως εδώ! Είμαι μεγαλύτερη σου και πρέπει να μ' ακούσεις. Αν συνεχίσεις έτσι, οδηγείς όλους μας σε μια βέβαιη καταστροφή.

Μαντώ: Ας αφήσουμε τότε τους Τούρκους να σφάζουν, να ατιμάζουν, να ρουφούν το αίμα της φυλής μας. Να γκρεμίζουν εκκλησίες, να ποδοπατούν Σταυρούς, να βεβηλώνουν τ'άγια. Όχι, Ειρήνη! Το είπα απ'την αρχή κι απόφαση το πήρα: θα τα διαθέσω όλα! Ζωή, καταγωγή, περιουσία! Δεν έφυγα από την Τεργέστη για νάρθω εδώ, ψυχρός θεατής της επανάστασης των Ελλήνων. Ηρθα να διαθέσω όλα τα υπάρχοντα μου χάριν του ιερού αγώνος της Ελευθερίας. Ο,τι κι αν μου κοστίσει. Αυτά ακριβώς έγραφα την ώρα που ήρθες.
Ειρήνη: Σε ποιόν;
Μαντώ: Στις Παρισινές κυρίες. Είναι ανάγκη να μάθουν τις θυσίες και τους αγώνες μας. Τους έχω ξαναγράψει, θέλω να συγκινηθούν και να μας βοηθήσουν.
Ειρήνη: Και τι τους γράφεις;
Μαντώ: Να σου διαβάσω: «Γνωρίζουμε να νικούμε, αλλά με ποιες θυσίες!... Ενώ το μέτωπο μας στέφεται με δάφνες, η πίκρα ποτίζει την καρδιά μας, τα δάκρυα μας τους θριάμβους μας και η νίκη μας είναι πάντοτε πένθιμη. Μας λείπουν τα μέσα...» Έγραψα λίγο πριν και σε κυρίες της Αγγλίας. (Ξεδιπλώνει άλλο γράμμα.) «Όχι μόνο η Ελευθερία μας, αλλά κι αυτή η ζωή μας εξαρτάται απ' τον αγώνα τον οποίο διεξάγουμε. Η παρούσα κρίση είναι για μας τρομερή και μας θέτει μπροστά στο δίλημμα: νίκη ή θάνατος. Ενα απ' τα δυο. Το ψυχικό σθένος δεν λείπει, αλλά από μόνο του δεν μπορεί να δημιουργήσει τις φυσικές δυνάμεις, δηλαδή όπλα, πυρομαχικά, τροφές, ενδύματα. ΓΓαυτό τολμώ ν "απευθύνω προς σας, για να προκαλέσω την χρηματική υποστήριξη, χωρίς την οποία είναι αδύνατον να συνεχίσουμε...»
Ειρήνη: (διακόπτει, τονίζοντας τις λέξεις) Μια Μαυρογένη, πλούσια κι όμορφη κι ονομαστή κόρη της Τεργέστης, ζητιανεύει!.. .
Μαντώ: (επίσης τονίζοντας) Μια Ελληνίδα, κόρη της Μυκόνου, κάνει το χρέος της για την πίστη και την Λευτεριά!...

Σχόλια