Έθιμα Πρωτοχρονιάς


ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ Η ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΑ
Στον τόπο μας την εποχή αυτή, αν δεν έχομε χιόνια πολλά, θα ‘χουμε κρύα τσουχτερά, δυνατά κρύα. Έτσι, κάθε χρόνο γιορτάζουμε την πρωτοχρονιά.
Οι γυναίκες συγυρίζανε το σπίτι και κάνανε το κάθε τι να λάμπει. Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, με ανασηκωμένα τα μανίκια, με τα μαλλιά της κεφαλής δεμένα με μαντήλι για να μην τα τρώει η σκόνη, πλάθουνε και χτυπούνε το ζυμάρι, το πασπαλίζουνε με αλεύρι και μυρωδιές και κάνουνε τη "βασιλόπιτα". «Ανοίγουνε φύλλο» και με έξη τέτοια φύλλα, χωρίς να προσθέσουν τίποτα άλλο έφτιαχναν τη βασιλόπιτα. Ανάμεσα στα φύλλα τοποθετούσαν διάφορα συμβολικά σχήματα που έφτιαχναν από κάποιο κλαδί. Ένα κλαδί ήταν το «κοτέτσι». Ένα άλλο ήταν ο «ζυγός». Ένα άλλο η «στρούγκα». Και φυσικά το «φλουρί».
 
                                                   Η βασιλόπιτα.                           Η «στρούγκα».
Την Πρωτοχρονιά, λίγο πριν το μεσημέρι, την ψήνανε στο φούρνο. Το μεσημέρι μαζεύονταν όλη η οικογένεια γύρω από το γιορτινό τραπέζι και ο μεγαλύτερος την έκοβε, αφού πρώτα την έστριβε τρεις φορές και τη «σταύρωνε» με το μαχαίρι. Το πρώτο κομμάτι ήταν πάντα του Χριστού και τα άλλα από έναν για τον καθένα, ανάλογα με το που θα σταματούσε η βασιλόπιτα μετά από τις τρεις στροφές. Όποιος στο κομμάτι του έβρισκε τη «στρούγκα», θα είχε για όλο το χρόνο την ευθύνη για τα γιδοπρόβατα. Όποιος έβρισκε το «ζυγό», θα είχε την ευθύνη των μεγάλων ζώων (άλογο, γάιδαρο και βόδια). Και αντίστοιχα όποιος έβρισκε το «κοτέτσι», θα είχε την ευθύνη για τις κότες. Ενώ αυτός που θα έβρισκε το «φλουρί», θα ήτανε ο τυχερός του σπιτιού και αυτός που για όλο το χρόνο θα είχε το ταμείο της οικογένειας.
Ρουγκουτσάρια.
 
           
Αυτού του εθίμου η αναβίωση γίνεται κάθε πρωτοχρονιά. Νωρίς το πρωί οι νέοι του χωριού ντύνονται τσολιάδες, εκτός από έναν που ντύνεται γυναίκα (νύφη), και έναν που φοράει τα κουδούνια και βάφεται μαύρος, ο Ρούνγκος ή Ρουνγκουτσάρης. Οι τσολιάδες κρατάνε στα χέρια τους μαχαίρια, ο Ρουνγκουτσάρης τη τσιουμπανίκα (ξύλο με χοντρή - στρογγυλή άκρη) και η νύφη ένα πορτοκάλι. (Παλιά που το χωριό είχε πολλούς νέους, ντύνονταν μόνο αυτοί οι νέοι που η «σειρά τους» θα πήγαινε στο στρατό).
Συγκεντρώνονται στο Κοινοτικό Κατάστημα νωρίς το πρωί. Δυο ή τρεις τσολιάδες πάνε στην εκκλησία. Ανάβουν κερί, προσκυνούν και μετά από λίγο αποχωρούν. Μόλις τελειώσει η λειτουργία ο κόσμος συγκεντρώνεται στο προαύλιο της εκκλησίας και περιμένει τα ρουνγκουτσάρια που έρχονται τραγουδώντας το:


Άγιος Βασίλη έρχεται Γενάρης ξημερώνει
Βασίλη μ' πόθεν έρχεσαι, και πόθεν κατεβαίνεις.
Από τα ξένα έρχομαι και στα δικά σας πάω .
Αν έρχεσ' απ' την ξενιτιά πες μας ένα τραγούδι.
Εγώ τραγούδια μάθαινα τραγούδια να σας λέω.
Στην πατερίτσα ακούμπησε να πει ένα τραγούδι
Κι η πατερίτσα ήταν χλωρή κι απόληκε κλωνάρια
Κλωνάρια χρυσολκώναρα με τ’ αργυρένια φύλλα.
Φτάνοντας, κατευθύνονται προς το μέρος που βρίσκεται ο Πρόεδρος του χωριού και τραγουδάνε το:
Αφέντη μου πρωτότοκε και προτοτιμημένε
πρώτα σε τίμησ' ο Θεός και ύστερα ο κόσμος.
Δεν έπρεπες αφέντη μου σε τούτα τα σοκάκια
μον' έπρεπες αφέντη μου στης πόλης τα παλάτια
να κοσκινίζεις τα φλουριά να δερμονίζ'ς τα γρόστα .
Κι από τα κοσκινίσματα κέρνα τα παλικάρια,
κέρνατ' αφέντη μ' κέρνατα τα λασποκοπημένα
να τρων να πειν να χαίρονται να λεν για την υγειά σου,
για την υγειά σου αφέντη μου για την καλή χρονιά σου.
Και βάλε το χεράκι σου στον αργυρό σου τσέπη
αν έχεις γρόσια δώσ' μας τα φλουριά μην τα λυπάσαι
Αν έχεις και μονόγροσια κέρνα τα παλικάρια
κέρνατ' αφέντη μ' κέρνατα τα λασποκοπημένα
να τρών’ να πίν’ν να χαίρονται να λεν για την υγειά σου
για την υγειά σου αφέντη μου για την καλή χρονιά σου
Έχετε γεια, έχετε γεια και τώρα και του χρόνου.
Μετά αποχωρούν για να πάνε σ' όλα τα σπίτια του χωριού. Σε κάθε σπίτι του χωριού τραγουδούν και το ανάλογο τραγούδι. 
ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ (Ρουγκατσάρια)
Στον πρόεδρο του χωριού τραγουδούσανε:
Αφέντη μου πρωτότοκε και προτοτιμημένε
πρώτα σε τίμησ' ο Θεός και ύστερα ο κόσμος.
Δεν έπρεπες αφέντη μου σε τούτα τα σοκάκια
μον' έπρεπες αφέντη μου στης πόλης τα παλάτια
να κοσκινίζεις τα φλουριά να δερμονίζ'ς τα γρόστα .
Κι από τα κοσκινίσματα κέρνα τα παλικάρια,
να τρων να πειν να χαίρονται να λεν για την υγειά σου,
για την υγειά σου αφέντη μου για την καλή χρονιά σου.
Και βάλε το χεράκι σου στον αργυρό σου τσέπη
αν έχεις γρόσια δώσ' μας τα φλουριά μην τα λυπάσαι
Αν έχεις και μονόγροσια κέρνα τα παλικάρια
κέρνατ' αφέντη μ' κέρνατα τα λασποκοπημένα
να τρών’ να πίν’ν να χαίρονται να λεν για την υγειά σου
για την υγειά σου αφέντη μου για την καλή χρονιά σου
Έχετε γεια, έχετε γεια και τώρα και του χρόνου.
Στον Παπά τραγουδάνε:
Κατ' από την κληματαριά κατ' από το άγιο κλήμα
εκεί κοιμάται ο Δέσποτας με το σταυρό στα χέρια
κανένας δεν ετόλμησε να πάει να τον ξυπνήσει
μόν' η κυρά η Παναγιά πάει και τον ξυπνάει να
για σήκω πάνω Δέσποτα και μην βαρτοκοιμάσαι
Τα μοναστήρια σήμανα κι οι εκκλησιές διαβάζουν
Και βάλε το χεράκι σου στον αργυρό σου τσέπη
αν έχεις γρόσια δώσ' μας τα φλουριά μην τα λυπάσαι
Αν έχεις και μονόγροσια κέρνα τα παλικάρια
κέρνατ' αφέντη μ' κέρνατα τα λασποκοπημένα
να τρών’ να πίν’ν να χαίρονται να λεν για την υγειά σου
για την υγειά σου αφέντη μου για την καλή χρονιά σου
Έχετε γεια, έχετε γεια και τώρα και του χρόνου.

Στους Βασίληδες τραγουδάνε:

Άγιος Βασίλης έρχεται Γενάρης ξημερώνει
Βασίλη μ' πόθεν έρχεσαι πόθε κατεβαίνεις
Από τα ξένα έρχομαι και στα δικά σας πάω
Αν έρχεσ' απ' την ξενητιά πες μας ένα τραγούδι
Εγώ τραγούδια μάθαινα τραγούδια να σας λέω
Στην πατερίτσα ακούμπησε να πει ένα τραγούδι
κι η πατερίτσα ήταν χλωρή και απόληκε κλωνάρια
κλωνάρια χρυσοκλώναρα και αργυρένια φύλλα
Και βάλε το χεράκι σου στον αργυρό σου τσέπη
αν έχεις γρόσια δώσ' μας τα φλουριά μην τα λυπάσαι
Αν έχεις και μονόγροσια κέρνα τα παλικάρια
κέρνατ' αφέντη μ' κέρνατα τα λασποκοπημένα
να τρών’ να πίν’ν να χαίρονται να λεν για την υγειά σου
για την υγειά σου αφέντη μου για την καλή χρονιά σου
Έχετε γεια, έχετε γεια και τώρα και του χρόνου.
Όπου έχουν ξενιτεμένους τραγουδάνε:

Αν έχεις και μονόγροσια κέρνα τα παλικάρια
κέρνατ' αφέντη μ' κέρνατα τα λασποκοπημένα
να τρών’ να πίν’ν να χαίρονται να λεν για την υγειά σου
για την υγειά σου αφέντη μου για την καλή χρονιά σου
Έχετε γεια, έχετε γεια και τώρα και του χρόνου.
Στο Γραμματέα και το Δάσκαλο τραγουδάνε:

και βάψανε τα ρούχα του τα χρυσοκεντημένα
σ’ εννιά ποτάμια τα 'πλεναν και βάψανε και κείνα
Και βάλε το χεράκι σου στον αργυρό σου τσέπη
αν έχεις γρόσια δώσ' μας τα φλουριά μην τα λυπάσαι
Αν έχεις και μονόγροσια κέρνα τα παλικάρια
κέρνατ' αφέντη μ' κέρνατα τα λασποκοπημένα
να τρών’ να πίν’ν να χαίρονται να λεν για την υγειά σου
για την υγειά σου αφέντη μου για την καλή χρονιά σου
Έχετε γεια, έχετε γεια και τώρα και του χρόνου.
Γραμματικός καθότανε σε μάρμαρο τραπέζι
Έγραφε και κοντίλιαζε τριών λογιών μελάνι
Και σήκωσε το χέρι του και χύθηκ' η μελάνη
Ξενητεμένο μου πουλί και παραπονεμένο
η ξενητιά σε χαίρεται Και και γω χω τον καημό μου
τι να σου στείλω ξένε μου εκεί στα ξένα που' σαι
να στείλω μήλο σέπεται κυδώνι μαραγκιάζει
να στείλω και το δάκρυ μου σ' ένα χρυσό μαντήλι
το δάκρυ είναι καυτερό και καίει το μαντήλι
Και βάλε το χεράκι σου στον αργυρό σου τσέπη
αν έχεις γρόσια δώσ' μας τα φλουριά μην τα λυπάσαι